См. также в других словарях:
λιβρός — λιβρός, ά, όν (Α) σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» ζοφερή νύχτα, ΕΜ β. «ὀλὸς λιβρός» μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ (πρβλ. λίψ, λιβός) τού λείβω και συνδέεται … Dictionary of Greek